Ιοκάστειο σύνδρομο

ΚΡΙΤΙΚΗ. Του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Η Σοφία Φιλιππίδου με τον Παύλο Ορκόπουλο στην παράσταση  «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» στο θ�ατρο «Χορν»

Το έργο του Άκη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» (σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή) παίζεται αυτή την περίοδο στο θέατρο «Χορν» με τη Σοφία Φιλιππίδου

Υπάρχει ένα πανάρχαιο θεατρικό είδος, που κάποτε μάλιστα σε εποχές παρακμής, κυρίως πολιτικής, ηθικής και πνευματικής, στα αλεξανδρινά χρόνια και στη διάρκεια της ρωμαϊκής εξάπλωσης και που οι ρίζες του όμως φαίνεται να ήταν βαθύτερες στα χώματα των ελληνικών παροικιών της Κάτω Ιταλίας, που δεν ευδοκίμησε όσο θα περίμενε κανείς στα ύστερα χρόνια. Κι όταν εξαφανίστηκε είτε νοθεύτηκε με άλλα είδη είτε ταυτίστηκε ιδιαίτερα με το πλησιέστερο σ΄ αυτό είδος, τη φάρσα. Είναι ο Φλύαξ. Ο αυθεντικός φλύαξ είχε να κάνει με μια ειρωνική και συχνά χλευαστική και γελοιογραφική παρωδία των τραγικών μύθων. Ένα θεατρικό κατ΄ αρχάς υβρίδιο που κατευτέλιζε και έβγαζε τη γλώσσα στον μύθο των Ατρειδών ή στα πάθη των Λαβδακιδών ή στους ήρωες των ομηρικών επών. Θα διακινδύνευα μάλιστα να πω ότι ο πυρήνας, όπως και τα άλλα λογοτεχνικά και όχι μόνο είδη, του φλύακα είναι το επεισόδιο του Θερσίτη στην «Ιλιάδα». Εκεί μέσα στην αρειμάνια ατμόσφαιρα και το θυμοειδές ήθος ξεφύτρωσε το θράσος, η γελοιότητα, η χλεύη, η χυδαιότητα αλλά και η αντιαυταρχική τόλμη ενός ανώνυμου έως τότε αντιήρωα που λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ο κλασικός φλύακας γελοιοποιούσε τα τραγικά μεγέθη και ευτέλιζε τις αιμομιξίες, τις παιδοκτονίες, τις υστερίες των επηρμένων ηρώων και τις ψυχώσεις μιας Φαίδρας ή τις νευρώσεις μιας Δηιάνειρας. Ο φλύακας εξελισσόμενος έγινε αστικότερος και κατειρωνευόταν τα οικογενειακά σύνδρομα, τα νόθα, τις μοιχείες, τη φιλαργυρία και την υποκρισία των νοικοκυραίων. Αλλά πάντα ως είδος διέφερε από τη λαϊκή φάρσα ακριβώς διότι ο φλύακας δεν ήταν από τη γέννα του είδος λαϊκό. Είχε μια λόγια ρίζα και γραφόταν από μάλλον μορφωμένους συγγραφείς, ενώ η λαϊκή φάρσα καταγόταν από τους μίμους και τους αυτοσχεδιασμούς.Ο πρώτος νεοελληνικός φλύακας γράφτηκε από έναν καραμπινάτο λόγιο, σοφό, αρχαιολόγο και διπλωμάτη, τον Αλέξανδρο Ραγκαβή. Είναι, όπως οι αρχαίοι φλύακες, σε στίχο και έχει αρχαίο θέμα. Τιτλοφορείται «Διός Επίσκεψις» και με έξοχη σάτιρα γελοιοποιεί την πρόσφατη μεταφορά της πρωτεύουσας των Ελλήνων στην Αθήνα. Ο Ζευς κατεβαίνει στη γη και ψάχνει να βρει το δαιμόνιον Άστυ και δεν μπορεί να το εντοπίσει. Πέφτει πάνω σ΄ έναν εντόπιο που μιλάει άλλη γλώσσα από τα ελληνικά και του ζητάει να του κατονομάσει το τοπίο που τους περιβάλλει. Ο εποχούμενος σε γάιδαρο γκάγκαρος ονομάζει αλβανιστί βουνά, λόφους, πεδιάδες και οικισμούς, ώσπου εμφανίζεται ο Ερμής, ο οποίος πλήρως αφομοιωμένος αντί τα γνωστά φτερά στα πόδια φοράει γκέτες και αντί το κηρύκειο κρατάει στέκα μπιλιάρδου και κατατοπίζει τον έκπληκτο νεφεληγερέτη! Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είναι ο πρώτος, λόγιος δα, σκηνοθέτης που ανέβασε ως φλύακα το τρελό ειδολογικό κολλάζ του Κατσαΐτη «Ιφιγένεια» ως «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω», όπου το γνωστό επεισόδιο της Αυλίδας σε ομοιοκατάληκτους κεφαλλονίτικους στίχους μπερδεύεται με πρόσωπα και καταστάσεις της Κομέντια ντ΄ Άρτε!

Δεν έλειψε ο αυθεντικός φλύαξ και από το μεταπολεμικό μας θέατρο. Είναι το «Φου» του Γιώργου Λαζαρίδη, ένα θεότρελο συνονθύλευμα ειδών και οι «Κάφροι» του μακαρίτη Βασίλη Ζιώγα, μια αριστουργηματική παρωδία της «Ελένης» του Ευριπίδη. Νομίζω πως έτσι πρέπει να διαβαστεί το έργο του Άκη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Δεν έχω, δυστυχώς, δει την παράσταση της Πειραματικής Θεσσαλονίκης του Μόσχου με τον Σταμούλη, όπου φαίνεται να εστιάστηκε σε άλλη συλλογιστική, πλησιέστερη στην αστική φάρσα. Ο Δήμου είναι ένας συγγραφέας που μας αιφνιδίασε, αφού έως τώρα είχε κυρίως διεισδύσει σε βαθιές πτυχές, ακόμη και σπηλιές της ανθρώπινης κατάστασης, ειρωνικός και κυνικός συχνά είχε έναν άγριο λυρισμό στα κείμενά του και μια ιδιαίτερη κλίση προς την αποκάλυψη των αινιγμάτων της γυναικείας ιδιοσυστασίας. Μια γυναίκα είναι βέβαια και το κεντρικό πρόσωπο του φλύακά του, αλλά εδώ οργιάζει πια το υπερρεαλιστικό στοιχείο, καλπάζει η γλώσσα και εκτροχιάζεται κάθε λογική θεατρικού σχεδίου. Συνειδητά. Το έργο, όπως σημείωσα, είναι εργόχειρο λογίου συγγραφέα. Ο στόχος του είναι το ξεγύμνωμα της αστικής υποκρισίας μέσω της θεατρικότητας, ενώ στόχος μιας λαϊκής φάρσας είναι η θεατρικότητα με πρόσχημα την κοινωνική κριτική.

Η λογιότητα (και μη θεωρηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση αρνητικός ο χαρακτηρισμός) του Δήμου αποδεικνύεται από τη τέλεια γεωμετρία των σχέσεων των προσώπων μόνο που δαιμόνια και διαβολικά τα σχήματα γέρνουν κάτι σαν σκαληνό τρίγωνο ή κώλουρη πυραμίδα. Σε μια νύχτα, όπως στις φάρσες του Φεντώ, σ΄ ένα τυπικό μεγαλοαστικό και κίτς σαλόνι συγκεντρώνεται μία οικογένεια και υφίσταται μια πλήρη διάλυση χάρη στην επέμβαση ενός πεθαμένου και ενός παντογνώστη, παντοδύναμου και ακαταγώνιστου αλλοδαπού υπηρέτη. Το φάντασμα που συχνά παραπέμπει στον πατέρα του Άμλετ, η κυρία του σπιτιού που ως Ιοκάστη αποφεύγει να αναφερθεί στον αιμομίχτη γιο της, του Μύθου και μπερδεύει τον Άνδρα της με τον Άνδρα της Κλυταιμνήστρας, Αγαμέμνονα, όλο αυτό το αχνό αλλά υπαρκτό υπόστρωμα των θεατρικών μύθων λειτουργεί για να ξεσκεπαστεί ένας κόσμος αδίστακτος, άπληστος, αδηφάγος, κολασμένος, βουλιμικός, παιδαριώδης έως και νηπιώδης, μια μικροκοινωνία γνώριμη, ομογενής και συγκάτοικος, συνοδοιπόρος και σύντροφος και τον κυβερνά ένας οίστρος χωρίς έμπνευση και μια αλογόμυγα χωρίς σκοπό. Επειδή ο Δήμου είναι αυτός που έχει ήδη γνωστό έργο και είναι όπως έγραψα ήδη λόγιος, κατορθώνει να γλιτώσει από το να χαρακτηριστεί εύκολος ή, αν θέλετε, μπορεί και να χαρακτηρίστηκε, τηλεοπτικός. Εδώ σας θέλω. Πώς αλλιώς εκτός από μια τέτοια υπερβολική παρωδία μπορεί να ευτελιστεί το τηλεοπτικό γράψιμο, η τηλεοπτική φλυαρία και η τηλεοπτική σάχλα. Ο Κόσμος του Δήμου είναι εικόνα και ομοίωση της τηλεοπτικής ηθικής. Για θυμηθείτε τη «Λάμψη» ή τη «Δυναστεία» ή την «Τόλμη και Γοητεία» όπου τα μέλη μιας μείζονος οικογένειας μάνες, πατέρες, γιοι, θυγατέρες, νόθοι και γνήσιοι είχαν πλαγιάσει αδίστακτα και «φυσικά» χωρίς ενοχές μεταξύ τους.

ΙΝFΟ: «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», στο θέατρο «Χορν» (Αμερικής 10, τηλ. 210-
3612.500)

  • Υποκριτικός δαίμονας και ζιζάνιο

Πολύ ορθά ο Σταμάτης Φασουλής απέφυγε την ηθογράφηση, την αστική σοβαροφανή φάρσα, τύπου Κοκτώ ή Ρουσσέν, ακόμη και την υπερρεαλιστική ιονεσκιάδα. Άφησε τη γλώσσα του Δήμου να μιλήσει και έβγαλε από τους ηθοποιούς του τη χειρονομία, τη στάση, τη στρέβλωση την ενυπάρχουσα στον γλωσσικό ρυθμό. Η Μαργαρίτα Χατζηϊωάννου σχεδίασε και εκτέλεσε έναν έξοχο και θεατρικότατα τηλεοπτικό κιτς μεγαλοαστικό νεοπλουτίστικο χώρο και η Ντέννη Βαχλιώτη σχεδίασε έξοχα κοστούμια με νύξεις σατιρικές. Ο Φασουλής είναι θεατράνθρωπος της πράξης, με την έννοια ότι την πλούσια θεωρητική θωράκιση τη διοχετεύει στο σκηνικό γεγονός.

Έτσι έχοντας έναν υποκριτικό δαίμονα στη διάθεσή του, τη Σοφία Φιλιππίδου, έβγαλε καθοδηγώντας την όλα τα σύνδρομα, τα σουσούμια και τα ρυθμολογικά ιδεογράμματα της σατιριζόμενης νεοελληνικής νομενκλατούρας της φωτιάς. Η Φιλιππίδου είναι πέρα από κάθε περιγραφή, κριτική ή κλασάρισμα.

Αυτορυθμίζεται και αυτοκαθορίζεται ετεροκαθορίζοντας όχι μόνο ηθοποιούς αλλά και τα έπιπλα και το πάλκο και το κοινό. Υποκριτικό ζιζάνιο.

Δίπλα της ο έμπειρος Ορκόπουλος, ο αφοπλιστικός Δαδακαρίδης, η άμεση Σκαφιδά, ο παρορμητικός Καλπακίδης, ο κλοουνίστικος Καρατζογιάννης και η διαβρωτική παρουσία της Κοντογεώργη δημιουργούν ένα συνεχές αεικίνητον κυκλοθυμικό και αλλοπρόσαλλο, όπως η ζωή μας.

  • Παρωδεί τον αστικό «μύθο»

«Η φύση μιμείται την τέχνη» φαινόταν τάχα να υπερβάλει ανατρεπτικά ο Όσκαρ Ουάιλντ. Έτσι όμως είναι η ζωή μας πια, μιμείται την εικονική πραγματικότητα, τα «ήθη» της, τα χούγια της και τη «λογική» της.  Από αυτή την άποψη θεωρώ φλύακα το έργο του Δήμου. Παρωδεί έξοχα τον αστικό «μύθο», τα πρότυπα και κυρίως τα πλασματικά «τραγικά» που πλασάρει η κοινωνία του θεάματος.