-
Θερμά χειροκροτήματα επεφύλαξαν οι θεατές της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου προχθές Παρασκευή

φωτογραφιες: ελινα γιουνανλη.
Μέλη του Χορού κάτω και πίσω τους ο Αδμητος (Χρήστος Λούλης)
Κέρδισε και με το παραπάνω το στοίχημα της Επιδαύρου ο Θωμάς Μοσχόπουλος, με το κοινό να καταχειροκροτεί εκστασιασμένο προχθές Παρασκευή την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο αρχαίο θέατρο. Η «Αλκηστις» του Ευριπίδη, μια παραγωγή του Εθνικού και μια παράσταση που γοήτευσε τους θεατές από το πρώτο ως το τελευταίο της δευτερόλεπτο, θύμιζε ένα παζλ εκατομμυρίων κομματιών, που όλα μπαίνουν στη θέση τους, κανένα δεν χάνει τον δρόμο του. Ακροβατώντας αριστοτεχνικά από την κωμωδία στην τραγωδία- ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε είχε βαπτίσει το έργο του «τραγικωμωδία» μη μπορώντας και μη θέλοντας να την εντάξει σε κανένα από τα υπάρχοντα είδη. Με έναν θίασο τόσο καλοδουλεμένο που ανέδειξε τη μαγεία της συντροφιάς και όχι της κλίκας. Με μουσική που σε παρασύρει στα μονοπάτια του μιούζικαλ για να σε στείλει απροσδόκητα σε αυτά της όπερας (Κορνήλιος Σελαμσής). Με χορογραφίες ακριβείς όσο και οι κινήσεις πάνω σε σκακιέρα για παίκτες επιπέδου Κασπάροφ (Μάρθα Κλουκίνα). Αλλά και με εξαιρετικούς φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος) και βίντεο (Σεμπάστιαν Πούρφουρστ, Νάνσυ Μπινιαδάκη) που σε έκαναν να νομίζεις ότι παρακολουθείς μια ταινία τόσο σκοτεινή που ούτε ο Ντέιβιντ Λιντς δεν έχει σκεφτεί ακόμη, όσοι παρευρέθηκαν στο θέατρο του Πολυκλείτου επιδοκίμασαν σε αυτή τη δουλειά και ένιωσαν ευλογημένοι από το… Δωδεκάθεο. Ανάμεσα στους εκπροσώπους του θεατρικού και καλλιτεχνικού χώρου οι Λ. Βογιατζής, Διαγόρας Χρονόπουλος, Ξένια Καλογεροπούλου, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Ι. Χουβαρδάς, η Ελένη Καραΐνδρου, ο Α. Αντύπας κ.ά.
Κάπως έτσι αρχίζουν όλα: ο ήχος της καρδιάς. Σχεδόν εκκωφαντικός. Σαν να τον έκλεψε κάποιος από υπέρηχο μωρού που δεν ξέρει ακόμη αν αξίζει τον κόπο να γεννηθεί. Στο κέντρο της έπαυλης που βρίσκεται υπερυψωμένη χάρη στη διαγώνια σκάλα η Αλκηστις (Μαρία Σκουλά). Φορώντας λευκό φόρεμα και κάνοντας μαύρες σκέψεις. Βρίσκεται ανάμεσα στη συρόμενη πόρτα που έχει ανοίξει ίσα ίσα για να χωρέσει τη λεπτή, ασθενική φιγούρα της. «Ο άντρας μου… ο Αδμητος…» ξεστομίζουν τα χείλη της και πολλαπλασιάζουν οι οθόνες. Σαν ιατρικό ανακοινωθέν, σαν χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Να σου λοιπόν και ο ίδιος, αυτοπροσώπως: ένας τρομακτικός, μαυροντυμένος τύπος, που δεν απέχει πολύ από την εικόνα του δολοφόνου στο θρίλερ «Scream». Η Αλκηστις αποφασίζει να πεθάνει στη θέση του άντρα της. Να θυσιαστεί. «Οταν πεθαίνουν οι νέοι, κερδίζω πιο πολλά» είναι το ανατριχιαστικό επιχείρημα του Χάρου. Και η γυναίκα αρχίζει να τρεμοπαίζει μέσα σε αυτή τη γρίλια που θυμίζει τάφο. Μνήμες από το σκοτάδι της μήτρας και προεπισκόπηση από εκείνο του θανάτου. Και ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε. Η παράσταση έχει μόλις αρχίσει.
Η αγαλματένια Αλκηστις (Μαρία Σκουλά) και ο αναποφάσιστος Αδμητος (Χρήστος Λούλης). Τα κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου ήταν ένα ακόμη από τα δυνατά χαρτιά της παράστασης
Με αυτή την αμφισημία λοιπόν της ανθρώπινης φύσης έπαιξε και ο ίδιος ο Ευριπίδης. Και από εκεί που το έργο του, γραμμένο το 438 π.Χ. (λίγο μετά τα εγκαίνια του Παρθενώνα και λίγο πριν από το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου) σε κλειδώνει στα πιο μαύρα δωμάτια του μυαλού σου, ξαφνικά σε λυτρώνει με χιούμορ απογειωτικό και μακάβριο. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, υπογράφοντας και την απόδοση του κειμένου, ακολούθησε τις «οδηγίες» του μεγάλου τραγικού κατά γράμμα, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι ετοίμαζε αυτό το έργο σε όλη του τη ζωή ή ότι αυτό το έργο είναι όλη του η ζωή. «Κλαίμε στους γάμους και γελάμε στις κηδείες» λέει ο σοφός λαός. Και ο ακόμη σοφότερος Ευριπίδης έδωσε γυναικείο όνομα στην τάση μας αυτή: Αλκηστις.
«Μακάρι να είχαν όλοι οι γάμοι τέτοια τύχη» αναφωνεί ο πατέρας του Αδμήτου Φέρης (Κώστας Μπερικόπουλος), με το λείψανο της Αλκηστης στο φόντο να προμηνύει την κηδεία της. Στα λόγια του γέροντα που με τόση φυσικότητα λέει ότι η ζωή είναι γλυκιά ακόμη κι αν είσαι Μαθουσάλας και σιγά να μη θυσιαστεί για κάποιον νεότερο, ξέσπασαν σε γέλια ακόμη και οι θεατές που ως τότε καταπιέζονταν από το δόγμα ότι τα χαχανητά δεν ταιριάζουν στον Ευριπίδη. Στην περίπτωση αυτή όμως υβρις θα ήταν να μη γελάσεις.
Είδαμε τον Αδμητο (Χρήστος Λούλης) να περπατά προφίλ ως άλλος χαζούλης Αιγύπτιος, βγαλμένος από ιστορία του Αστερίξ. Και όταν ακολουθούσε καταβεβλημένος τη νεκρική πομπή της γυναίκας του, έφτανε μια καρτουνίστικη κίνηση του χεριού του για να αποδομήσει το βαρύ πένθος. Τον είδαμε όμως και να σπάει σε χίλια κομμάτια, ακολουθώντας το αλέτρι που «όργωνε» την κυκλική σκηνή με τη φορά του ρολογιού. Ως άλλος Οβελίξ, ο μισομεθυσμένος Ηρακλής (Αργύρης Ξάφης) κουβαλώντας προβιά λούτρινου λιονταριού από περασμένα μεγαλεία, κανιβάλιζε τη σοβαροφάνεια του θρήνου. Είναι όμως εκείνος που περνάει το ωραιότερο μήνυμα απ΄ όλα: «αφού είσαι θνητός, να κάνεις θνητές σκέψεις». Και αποφασίζει με τη σιγουριά του ημίθεου να τα βάλει με τον ίδιο τον Χάρο και να επιστρέψει την Αλκηστη στον σύζυγό της. «Αλκήστιδος αναβίωσις», η αρχαία παροιμία για τα αδύνατα που γίνονται δυνατά.
Εξαιρετικός και ο Χορός, άντρες και γυναίκες ντυμένοι με κομψά μαύρα, αποτέλεσαν ζωτικό και όχι διακοσμητικό στοιχείο της παράστασης. Κρατώντας μετρονόμους, έδωσαν άριστο ρυθμό, ορίζοντας την αρχή των πάντων, ή την αρχή του τέλους. Τη στιγμή κατά την οποία τους είδαμε σαν καλοκουρδισμένες σκιές να σχηματίζουν με τα σώματά τους αέτωμα αρχαίου ναού μείναμε με το στόμα ανοιχτό.
Η Αλκηστις πέθανε από φυσικά αίτια: την αγάπη. Ετσι δεν θα σκέφτονταν οι ρομαντικοί; «Δεν υπάρχουν τέτοιοι έρωτες στην εποχή μας, όλοι κοιτάμε τον εαυτό μας. Αυτά συμβαίνουν μόνο στις τραγωδίες. Αντε, και στο σινεμά». Μέσα στις αγαλματένιες πτυχώσεις του φορέματός της που τόσο απλά μετατράπηκε σε σάβανο θυσιάστηκε ως λευκή βασίλισσα για να σώσει τον αδέξιο και αναποφάσιστο βασιλιά. Που ούτε μπρος μπορεί να πάει ούτε πίσω. Η αυταπάρνησή της είχε μείνει παροιμιώδης, από τότε που οι Ελληνες φορούσαν χλαμύδα: «Αλκήστιδος ανδρεία» η αρχαία έκφραση που δήλωνε υπομονή και καρτερικότητα. Η Αλκηστις δεν έκανε ό,τι έκανε από υποταγή, αλλά από επίγνωση της ανωτερότητάς της. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Αδμητος έμεινε στη μυθολογία ως ο σύζυγος της Αλκηστης. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Στενοί συνεργάτες ως το τέλος, Ευριπίδης και Μοσχόπουλος ξεμπροστιάζουν τα υπερεκτιμημένα χάπι εντ. Η Αλκηστις επέστρεψε ζωντανή στον Αδμητο. Το ζευγάρι μένει… έξω από τον Χορό, καθώς εισέρχεται στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του και κλείνει τη συρόμενη πόρτα πίσω του. Και τώρα τι; Και ζήσαν αυτοί καλά(;) κι εμείς καλύτερα(;). Εξαρτάται. Διότι στο έργο αυτό άλλοι βλέπουν τον τάφο μισάνοιχτο και άλλοι μισόκλειστο…
- της ΑΣΤΕΡΟΠΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 19 Ιουλίου 2009
Πρόσφατα σχόλια