Περί κρίσης και η μοναξιά των κάμπων

Ο Αρης Τσαμπαλίκας και ο Στάθης Κόκκορης στο έργο του Κολτές
  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Αν ανατρέξει κανείς στις σελίδες της ιστορίας του θεάτρου, θα δει ότι το καλό θέατρο ήταν πάντα «παιδί» κάποιας κρίσης (θεσμών, αξιών, οικονομίας κ.λπ.). Πολύ σπάνια βγήκε καλό θέατρο από τα σπλάχνα μιας ευημερούσας κοινωνίας. Ισως γιατί μια ευημερούσα κοινωνία έχει την ψευδαίσθηση ότι έλυσε όλα τα προβλήματά της, άρα ποιος ο λόγος να ψαχτεί μέσα από τις τέχνες της, τη φιλοσοφία της, το θέατρό της; Σε κάτι τέτοιες στιγμές πιο πολύ παράγεται τέχνη lifestyle παρά τέχνη ουσίας. Πρόχειρο παράδειγμα, εμείς εδώ, στο νοτιότερο άκρο των Βαλκανίων. Για χρόνια πορευτήκαμε με την ψευδαίσθηση μιας ευμάρειας που, όπως αποδείχτηκε, ήταν μια φούσκα. Σε παράλληλη τροχιά πορεύτηκε και το μεγαλύτερο κομμάτι του θεάτρου μας, το οποίο από ιδεολογική ντουντούκα της μεταπολιτευτικής δεκαετίας των 70s, εξελίχθηκε σε μόδα που όποιος ήθελε τη φορούσε ανάλογα με την ατμόσφαιρα και τις γνωριμίες του. Πράγμα που εξηγεί και την εδώ και δυο τρεις δεκαετίες ανησυχητική απουσία σπουδαίων εγχώριων δραματικών κειμένων. Το ότι κυκλοφορούν αραιά και πού κάποια της προκοπής δεν σώζει την κατάσταση. Τα περισσότερα είναι έργα χωρίς αύριο. «Κατασκευές» μιας χρήσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, με ημερομηνία λήξης, όπως τα γιαούρτια. Δεν αντέχνουν ούτε στο χρόνο αλλά ούτε και στην αυστηρή κριτική, ακριβώς γιατί δεν υπαγορεύονται από κάποια εσωτερική ανάγκη.

  • Η θεατρική Θεσσαλονίκη

Τώρα, γιατί τα λέω αυτά; Γιατί αισθάνομαι πως σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή που περνάμε έχουμε ανάγκη το καλό και υποψιασμένο θέατρο (ως γραφή και ως πράξη), το θέατρο που δε φοβάται να ρισκάρει και κυρίως να ονειρευτεί. Και το Μικρό Φεστιβάλ που οργανώνει εδώ και τρία χρόνια η «Ούγκα Κλάρα» είναι μια τέτοια εστία δημιουργικής συνάντησης. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να μην είναι πάντοτε το επιθυμητό, μπορεί οι επιλογές να μην είναι πάντα εύστοχες, όμως το γεγονός ότι νέες ομάδες απ’ όλη τη χώρα έχουν την ευκαιρία να καταθέσουν τις ευαισθησίες και τις προτάσεις τους είναι από μόνο του κέρδος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φιλοξενήθηκε πριν από λίγες μέρες η παράσταση του έργου του Κολτές «Στη μοναξιά των κάμπων με το βαμβάκι», παραγωγή της νεοσύστατης ομάδας «Προτζέκτορ». Πρόκειται για ένα έργο που μπορεί εμένα προσωπικά να μη με συγκινεί πια (θεωρώ πως ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε), είναι άλλοι όμως που πιστεύουν σ’ αυτό. Οπως ο Ανέστης Αζάς.

  • Διάψευση επιφυλάξεων

Το ότι πήγα να δω άλλη μια παράσταση του συγκεκριμένου έργου ήταν πιο πολύ από κεκτημένη ταχύτητα. Ετσι κι αλλιώς, παρακολουθώ όλα τα δρώμενα του φεστιβάλ. Οπότε, λέω, ό,τι και να ‘ναι, θα επιβιώσω. Μια ώρα είναι όλη κι όλη. Ο Αζάς, όμως, είχε άλλη άποψη. Η ευρηματικότητα των επιλογών του, σε συνδυασμό με την εξαιρετική υποστήριξη που είχε από τους δύο ηθοποιούς του, έκαναν την έκπληξη: μας έδωσαν έναν Κολτές ζωντανό και ενδιαφέροντα. Ηταν μια ιδιαίτερη παράσταση, μέσα από την οποία ο νεαρός σκηνοθέτης έδειξε ότι κουβαλά καλό υλικό στις αποσκευές του. Η «επιδεικτική» χρήση των δύο μικροφώνων, για παράδειγμα, ήταν μια καλή ιδέα, γιατί έβγαλε έξυπνα εκτός παιχνιδιού τη γνώριμη ψυχολογική ταύτιση του προσώπου με το προσωπείο του και ενίσχυσε το «διχασμό» που του επέτρεψε να στήσει το παιχνίδι του διαλόγου σε πολλά επίπεδα. Επίσης, η προβολή της «υλικότητας» των λέξεων του προσέφερε τη δυνατότητα να παίξει με την έννοια της παραστασιμότητας των σημείων. Αυτονομώντας στοιχεία του λόγου, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν επιπλέον τόπο για να κινηθούν τα δρώμενα, έναν τόπο φτιαγμένο από το σώμα των ίδιων των λέξεων. Επίσης, χορογράφησε με φαντασία την κίνηση των σωμάτων και την έδεσε με την κίνηση των λέξεων, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό όλον μέσα από σκόρπια θραύσματα. Αν κάπου μας τα χάλασε λιγάκι, είναι στο β’ μέρος, όπου η σκηνοθεσία του έδειχνε κάπως αμήχανη σε σχέση με τον τελικό της στόχο, με αποτέλεσμα να θαμπώσει η λογική πίσω από τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων. Μικρό το κακό.

  • Αξιοι μονομάχοι

Τόσο ο Αρης Τσαμπαλίκας, όσο και ο Στάθης Κόκκορης κινήθηκαν με δεξιοτεχνία από το ένα επίπεδο στο άλλο, πυροβολώντας θεατές και αλλήλους. Αρθρωσαν λέξεις (και αθρώθηκαν από λέξεις), κατέθεσαν συναισθήματα και διαθέσεις με αμεσότητα και «πονηριά» μαζί. Μονομάχησαν σώμα με σώμα, αλλά και ήχο με ήχο (έκτακτο το εύρημα της παραγωγής της ηχητικής παρτιτούρας με το σώμα), με τρόπαιο μιαν απροσδιόριστη εξουσία. Μας έδειξαν ότι βρίσκονται στη σκηνή προ-ορισμένοι να «ξιφασκούν» εσαεί σε έναν κάμπο με βαμβάκι. Μας έδειξαν (και μας έπεισαν) ότι μιλούν για να μην πεθάνουν. Με τον τρόπο, τις επιλογές και τις κινήσεις τους κατέβασαν σ’ εμάς τους θεατές την αλληλοεξάρτησή τους, χωρίς υπερβολές και ναρκισσισμούς. Επαιξαν μπροστά μας το θέατρο της ζωής τους χωρίς να θεατρινίζουν. Επαιξαν το πάθος τους χωρίς να παθιάζονται. Μας έκλειναν το μάτι χωρίς να γίνονται και φιλαράκια μας. Ολα εις διπλούν σε αυτήν την κονταρομαχία, όπου και οι δύο μιλούν για το θάνατο του άλλου, αλλά κανείς δεν τον επιθυμεί, γιατί απλούστατα έχουν ανάγκη το αντίπαλο δέος για να δικαιολογούν έτσι την ύπαρξή τους.

Συμπέρασμα: Το κείμενο μ’ άφησε (και πάλι) αδιάφορο, όχι όμως η παράσταση.

Σχολιάστε