«Ανάσα ζωής» του Ντέιβιντ Χέαρ στο Απλό Θέατρο

  • Υποκριτική υψηλής τάσεως

  • Του Κώστα Γεωργουσόπουλου. ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Η Λυδία Φωτοπούλου και η Ράνια Οικονομίδου στην παράσταση «Ανάσα ζωής» που  φιλοξενήθηκε στο Απλό Θέατρο
  • Ο Ντέιβιντ Χέαρ δεν ανήκει στις εξέχουσες προσωπικότητες της βρετανικής δραματουργίας, αλλά είναι εντελής τεχνίτης, κάτοχος μιας προσωπικής γραφής που διακρίνεται για τις εμμονές στις νύξεις πάνω στο πολιτικό σύγχρονο αδιέξοδο

O Αντώνης Αντύπας που έχει ευτυχήσει να ανακαλύπτει και να αξιοποιεί τα προσόντα κυρίως νέων και παλαιότερων δραματουργών της αγγλικής σχολής, έσπευσε να εξασφαλίσει το πλέον πρόσφατο έργο του Χέαρ και μας το παρουσίασε σε μια εξόχως ενδιαφέρουσα παράσταση. Σπεύδω να πω μάλιστα από την αρχή πως η παράσταση του Αντύπα ήταν πολύ πιο σημαντική και διεισδυτική από το ίδιο το δραματικό κείμενο. Εξάλλου σκέπτομαι πως και ο ίδιος ο συγγραφέας «πόνταρε» στη σκηνική ερμηνεία του έργου του, μεταθέτοντας το βάρος, τον άξονα και τη δραματική αποτελεσματικότητα στην υποκριτική. Στο Λονδίνο, τους δύο και μόνους χαρακτήρες της «Ανάσας ζωής» του Χέαρ ενσάρκωσαν δύο θηρία της αγγλικής σκηνής, η Μάγκι Σμιθ και η Τζούντι Ντεντς!

Πρέπει εδώ να σημειώσω πως δεν θεωρώ άστοχη μια τέτοια φιλοδοξία εκ μέρους ενός θεατρικού δημιουργού. Πολύ συχνά στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου η συγγραφή ενός δράματος ή μιας κωμωδίας προορίζεται να ανατεθεί για σκηνική ερμηνεία σε συγκεκριμένους ηθοποιούς. Έτσι έγραφε ακόμη και ο Σοφοκλής και ο Μολιέρος και ο Σαίξπηρ και ο Τσέχωφ και ο Στρίντμπεργκ και ο Πιραντέλο. Ο Ξενόπουλος, ο Χορν, ο Μελάς, ο Ψαθάς, ο Σακελλάριος αλλά και o Καμπανέλλης έγραφαν γνωρίζοντας εκ των προτέρων ποιος πρωταγωνιστής, ποια πρωταγωνίστρια, ή ποιος συγκεκριμένος θίασος με δεδομένη σύνθεση θα ανελάμβανε τα έργα τους.

Ο Αντύπας ανέβασε το έργο αυτό αφού είχε εξασφαλίσει δύο ελληνικά υποκριτικά θηρία, τη Ράνια Οικονομίδου και τη Λυδία Φωτοπούλου. Η αναζήτηση ηθοποιών για τέτοιου είδους αναθέσεις προαπαιτεί όχι μόνο ταλέντο και στρατηγικές ερμηνευτικές σπάνιες, απαιτεί και οι δύο, εδώ, ηθοποιοί να ανήκουν σχεδόν στην ίδια υποκριτική σχολή και να έχουν επιδείξει στην καλλιτεχνική τους πορεία ικανότητες και τεχνικές που να παραπέμπουν στους ίδιους κώδικες. Π.χ. μια ηθοποιός λόγου και μια ηθοποιός κίνησης, ή μια ηθοποιός λογικής και μια ηθοποιός συναισθήματος δεν θα μπορούσαν να «συμ-φωνήσουν», να ηχήσουν ως όργανα μιας υφολογικά ισορροπημένης ορχήστρας.

Η Ράνια Οικονομίδου και η Λυδία Φωτοπούλου είναι ηθοποιοί με έντονη και ξεχωριστή προσωπικότητα η καθεμιά, αλλά χρησιμοποιούν τον ίδιο κώδικα και ανοίγουν με τα ίδια κλειδιά τα υποκριτικά σκοτεινά υπόγεια των συναισθημάτων. Και δεν αναφέρομαι στην εξωτερική τεχνική, που είναι του αυτού ύψους. Ηθοποιοί με έλεγχο του μυϊκού και του νευρικού τους συστήματος, με σεβασμό και απόλυτη αναλυτική μελέτη στον λόγο και έξοχο συγκερασμό κίνησης και γλώσσας, είναι δύο σολίστες έτοιμες να συγκροτήσουν ένα ντουέτο αγαστής σύμπνοιας. Εκεί που θα ήθελα να σταθώ είναι η εσωτερική τους τεχνική, η οποία επίσης συμπλέει και λειτουργεί συμπληρωματικά.

Εσωτερική τεχνική ονομάζεται ο τρόπος που ένας ηθοποιός χρησιμοποιεί τους αυτοματισμούς του ώστε ανά πάσα στιγμή να ανακαλεί από την παρακαταθήκη μνήμης κατά βούληση και κατ΄ επιλογή συναισθήματα.

Η ικανότητα αυτή αποκτάται με μόχθο πολύ και συνεχή άσκηση και κάθε ηθοποιός αναπτύσσει τις δικές του μεθόδους ανάκλησης. Υπάρχουν ηθοποιοί που εύκολα ανακαλούν ένα συναίσθημα, κλάμα, οργή, ενθουσιασμό, λύπη, απελπισία, ειρωνεία κ.τ.λ., αλλά οι ιδιοφυείς μόνο το φιλτράρουν, το μεταποιούν, το εντάσσουν στην παρτιτούρα του συγκεκριμένου έργου και το καθιστούν προσωπικό συναίσθημα του χαρακτήρα που έγραψε ο συγγραφέας. Αυτό συνέβη στο Απλό Θέατρο. Οι δύο έξοχες Ελληνίδες πρωταγωνίστριες κατόρθωσαν να βρουν τους συναισθηματικούς εκείνους τόνους που αναδεικνύουν και εξηγούν τον ψυχισμό δύο γυναικών, που η μία υπήρξε σύζυγος και η άλλη ερωμένη ενός ιδιότυπου άντρα, ο οποίος τη στιγμή της συνάντησής τους συζεί με μια κοπελίτσα που θα μπορούσε να είναι κόρη του.

Ο Χέαρ γράφει σαν μάστορας της Ιψενικής σχολής, αν θέλετε να το χαρακτηρίσω ακαδημαϊκά δεν έχω αντίρρηση. Οι δύο γυναίκες απροσδόκητα συναντώνται στον απομονωμένο χώρο της ερωμένης και προσπαθούν μέσα από αντιφατικά συναισθήματα άπωσης και έλξης, μίσους και κατανόησης, πάθους και λογικής επιχειρηματολογίας να καταλάβουν πού απέτυχαν, τι κέρδισαν και τι μπορούν να απορρίψουν από τη συμβίωσή τους με τον απόντα άντρα.

Η τεχνική που υπαινίχθηκα απαιτεί τη βαθμιαία αποκάλυψη πραγμάτων που γίνονται ορατά με τη συνεχή πληροφόρηση που προσφέρουν αλληλοερεθιζόμενες οι δύο γυναίκες. Έως την πλήρη, για το κοινό, αποσαφήνιση των κινήτρων όλων, των σκοπών, των ματαιώσεων, των αναστολών και προδομένων ονείρων.

  • Παρέδωσαν μάθημα

Οι δύο κυρίες της ελληνικής σκηνής έδωσαν ένα υψηλό μάθημα υποκριτικής συνδυάζοντας μια νατουραλιστική θα έλεγα τεχνική, μια αναγνωρίσιμη καθημερινότητα εντός των πλαισίων ενός εξπρεσιονιστικού χρόνου. Δηλαδή ενώ ρυθμοί, παύσεις, στάσεις, κινήσεις αναπαρήγαν την καθημερινή ζωή, η πύκνωση και η εκφραστική των συναισθημάτων έπαιζαν σε μια τονικότητα λίγο «λοξή», με ελεγχόμενα φάλτσα, με απροσδόκητες νότες, όπου τα συναισθήματα, τα αναγνωρίσιμα, τα δικά μας, οι αντιδράσεις είχαν μια χροιά στρέβλωσης, ειρωνικής και παράταιρης.

  • Έριξαν το βάρος στους χαρακτήρες

Διαπίστωνες πως συχνά ο σκοπός του Χέαρ ήταν διδακτικός, ήθελε μέσα από μια προσωπική σύγκρουση και μια προσωπική ιστορία να αντλήσει κοινωνιολογικά και πολιτικά πορίσματα. Η απογοήτευση της γενιάς του για την αποτυχία της αμφισβήτησης, ο συμβιβασμός με τις κατεστημένες αξίες, η επιστροφή μιας εξεγερμένης γενιάς στη μιζέρια της μικροαστικής ηθικολογίας, των στερεότυπων της πουριτανικής πρακτικής, υπόκειται στο κείμενο του Χέαρ, αλλά ακούγεται και λίγο σαν ενοχικό σύνδρομο για να μη φανεί πως η δραματουργία του επιστρέφει στην Ιψενική αστική ανάλυση προσωπικών αδιεξόδων. Ο Αντύπας και οι δύο πρωταγωνίστριές του έδειξαν πως οι αναφορές του στα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα ήταν απλώς ένα άλλοθι. Και έριξαν, ορθά νομίζω, το βάρος στους χαρακτήρες και στον ψυχισμό τους. Η μετάφραση του Γ. Δεπάστα πυκνή, στακάτη και ρέουσα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Πάτσα όπως πάντα εντός κλίματος και ποτέ σε αναντιστοιχία με τη σκηνοθεσία, οι φωτισμοί του Σινάνου μάλιστα τα αξιοποίησαν.

Η Ελένη Καραΐνδρου άλλη μία φορά με τις μουσικές της παρεμβάσεις πρόσθεσε τον ελλείποντα κρίκο ή ρόλο στη διανομή. Διατύπωσε σε βάθος ανάλυσης ό,τι ο συγγραφέας ρητόρευε.

Σχολιάστε