*«Συμπόσιο (Ενα). Περί Ερωτος» – Θέατρο «Θησείον»

  • Προσωπική ανθολογία στιγμών

  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Δεν είναι μια παράσταση για την ποίηση, είναι μια παράσταση για τον έρωτα. Και μάλιστα για τον έρωτα που φωλιάζει όχι στα τρυφερά μάγουλα των κοριτσιών, αλλά στην εκμυστήρευση, την κομπορρημοσύνη, την απωθημένη ευαισθησία των ανδρών.

Το πλατωνικό και ποιητικό «Συμπόσιο» που συνθέτει ο Δημήτρης Λιγνάδης έχει την τόλμη να αντικαταστήσει τις κουβέντες που ανταλλάσσουν οι άνδρες μόνοι τους, βράδυ άκρατης οινοποσίας, με τον ρυθμό μιας ξεχασμένης και εν πολλοίς παρωχημένης ποίησης. Θέλει πράγματι φαντασία να βάλεις εκπρόσωπους της σημερινής ανδρικής υπόστασης, σε μια μισομεθυσμένη συντροφιά, να μιλούν με στοχασμό και με όνειρο, με στίχους και σε ομοιοκαταληξία. Και θέλει ασφαλώς κάτι περισσότερο για να τους βάλεις να ανακαλούν, άλλοτε πλήρως και άλλοτε ατελώς, αποσπάσματα μιας ποίησης, σαν το τελευταίο σωσίβιο της σωτηρίας πριν από την εξαφάνιση και τον εκμηδενισμό.

«Τι σώζεται;», μοιάζει να ρωτά ο κάθε ένας από τους συνδαιτυμόνες της συνάντησης. Ακόμα και αν φέρουν τα ονόματα του πλατωνικού «Συμποσίου», λίγη έως ελάχιστη σχέση έχουν με τον «μύθο». Η -όχι πολύ κολακευτική- πραγματικότητα εμφανίζει μπροστά μας μια αδιάφορη παρέα, μια μάλλον εκβιαστική συνάντηση παλιόφιλων. Δεν μιλούμε για αληθινή συναναστροφή. Το κέφι, αν υπάρχει, είναι αναγκαστικό, εκβιασμένο, σχεδόν ανάγωγο. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε παρέα που ενώθηκε με βάση τη θύμηση παλιάς συντροφιάς, ο ένας αρχικά ανταγωνίζεται τον άλλο σε σαχλαμάρα, σε επίδειξη αντρισμού, σε κρυάδες.

«Τι σώζεται;» Σε αυτή την ατμόσφαιρα, η ποίηση όταν ηχεί, ηχεί αταίριαστη. Ισως όμως εδώ να βρίσκεται η αρχή της ιστορίας. Γιατί με τη μετάθεση της εξομολόγησης (κάποιος παλιός έρωτας, η θύμηση μιας περασμένης αγαπημένης μορφής) στο κράτος της, ο (έμμετρος) λόγος έρχεται να κατακτήσει τη σκηνή. Στην αρχή απλοϊκά τραγουδάκια, ομοιοκατάληκτα στιχουργήματα της παιδικής ηλικίας, ύστερα σύνθετα σονέτα και έμμετρες συνθέσεις της εφηβείας, τέλος, η ποίηση του ελεύθερου στίχου, Σαχτούρης, Ελύτης και Εμπειρίκος. Χωρίς αμφιβολία για μια ακόμη φορά η παράσταση που υπογράφει ο Δημήτρης Λιγνάδης γίνεται παραβολικά εκμυστηρευτική. Το πρόσωπό του διασπάται και κρύβεται, παραμένει όμως ο κυρίαρχος αφηγητής. Τα ποιήματα του «Συμποσίου» συνθέτουν έτσι μια προσωπική ανθολογία στιγμών, αναβαθμών της μνήμης, εμφανίσεων μιας προσωπικής μυθολογίας. Το «Συμπόσιο (Ενα)» πριν από ένα διαρκώς εξελισσόμενο έργο, είναι μια συνάντηση του ίδιου του καλλιτέχνη με τον εαυτό του.

Μην παραξενεύει λοιπόν το ότι η παράσταση προσκαλεί τους θεατές της σε μια σχεδόν ντροπαλή απόπειρα επικοινωνίας. Αυτό και μόνο ίσως θα μπορούσε να συγκινήσει κάποιους. Δεν είμαι όμως και πολύ αισιόδοξος. Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης υπάρχει η αίσθηση ότι βλέπουμε μια παρέα να διασκεδάζει μόνη της, τόσο καλά μάλιστα, ώστε να μη μας έχει ανάγκη. Παρακολουθούμε μια παράσταση που έχει γυρισμένη την πλάτη, που ζητάει από τους θεατές να γελούν με τα αστεία της και να συγκινούνται με τους στοχασμούς της.

Ερχομαι όμως στην κύρια ένσταση. Στο «Θησείον», όπως είναι επόμενο, κάθε σκηνοθέτης διατρέχει τον κίνδυνο να απορροφηθεί από την παραπομπή του χώρου στις παραστάσεις (τις εννοιολογικές, αν θέλετε) του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Περιέργως ο Λιγνάδης, που έχει μέχρι τώρα καλλιεργήσει ένα προσωπικό ύφος, όχι μόνο δεν αποφεύγει τον κίνδυνο, αλλά συνειδητά ή άθελά του αφήνεται στη διάλυση της καλλιτεχνικής του ταυτότητας, στον βαθμό μάλιστα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν πρόκειται για παράσταση του κατεξοχήν σκηνοθέτη του «Θησείου», και μάλιστα περασμένης δεκαετίας. Στο τελικό αποτέλεσμα οι ηθοποιοί δυσκολεύονται να βρουν έναν αυθεντικό λόγο παρουσίας και καταφεύγουν στις αδικαιολόγητες εντάσεις και στα γνωστά κλισέ μιας δήθεν απελευθερωμένης σκηνικής έκφρασης: Βασίλης Μπουλουγούρης, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος, Γιάννης Παναγόπουλος, Γιώργος Χριστοδούλου, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Σάρα Εσκενάζυ και Βύρωνας Κατρίτσης. Ο ίδιος ο Δημήτρης Λιγνάδης στέκεται πιο πίσω, σε ρόλο μαέστρου. *