Γιώργου Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά»
1 Φεβρουαρίου, 2010 Σχολιάστε
Μια προσεχής πληροφορία
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010
- Φέτος είναι 30 χρόνια από τη δεύτερη, αλλά στην ουσία πρώτη παράσταση του έργου του Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά»
Έχει και η κριτική τις ανασφάλειές της, τις αμφιβολίες της. Καθένας, θέλει δεν θέλει, αποβλέπει σε ένα είδος υστεροφημίας, με τη στενή αν επιθυμείτε έννοια, τι όνομα και πόσο κύρος και με πόση διάρκεια θα αντέξει η κρίση του, σε τι και πόσο θα συμβάλει στην ιστορία των ιδεών των οποίων έκρινε και αξιολόγησε στον καιρό του τα πεπραγμένα τους. Όταν π.χ. διαβάζεις σήμερα το δοκίμιο του Ξενόπουλου για τους «Βρικόλακες» τρία χρόνια μετά την πρεμιέρα τους στην Ευρώπη, ή το εξαίσιο δοκίμιο του Βιζυηνού για τον Ίψεν ζηλεύεις όπως και για την κριτική, εν μέσω εχθρικού στρατοπέδου του αθηναϊκού Παλαμισμού, καθιέρωση με καίριες, ισχύουσες έως σήμερα εκτιμήσεις του Ξενόπουλου για τον Καβάφη (1909).
Φέτος είναι 30 χρόνια από τη δεύτερη, αλλά στην ουσία πρώτη παράσταση του έργου του Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά». Και άλλοτε έχω διατυπώσει την άποψη πως ένας κριτικός και το κύρος του δεν κερδίζεται με το να επαναλάβει ή να προσθέσει ή να διασαφηνίσει κάτι πάνω στη δραματουργία που έχει κερδίσει το στοίχημα του χρόνου. Τι, δηλαδή, άλλο μπορείς να πεις, εκτός αν είσαι ανατρεπτική μεγαλοφυΐα, για τον Αισχύλο, τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Ίψεν, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλο, τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, τον Πίντερ;
Όταν όμως μόνος και αβοήθητος οφείλεις να διατυπώσεις γνώμη, χωρίς βιβλιοθήκη και πατερίτσες άλλων, για ένα νέον Έλληνα συγγραφέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά και έχεις την υποχρέωση να τον αξιολογήσεις την επόμενη μέρα και έτσι να εκτεθείς γραπτώς, άρα διαχρονικά και να αναλάβεις την ευθύνη της κρίσης σου, θετική ή αρνητική, και όταν διαπιστώνεις ύστερα από 20-30 χρόνια ότι είχες δίκιο, δεν έσφαλες, λειτούργησαν καλά τα αισθητικά και ιστορικά σου αντανακλαστικά, αισθάνεσαι όχι, προς Θεού, έπαρση αλλά ανακούφιση, φεύγει ο βραχνάς της αμφιβολίας. Έγραφα λοιπόν το 1980 για την πρώτη ουσιαστικά παράσταση του έργου του Διαλεγμένου:
«Ο Διαλεγμένος διάλεξε να δραματοποιήσει μια κατάσταση αιχμής· τη μάνα στο μεταίχμιο· βλέπει τη μάνα ως φορτίο και ως φόρτιση· ως συναισθηματικό μύθο και ως λογική αναίρεση του μύθου. Αποκομμένη από το οικείο περιβάλλον της, από το τοπίο των αναμνήσεων, στον ουδέτερο τώρα χώρο, τον ανοίκειο, της ανάγκης, γίνεται περιττή, επειδή είναι άρριζη. Από την άλλη είναι μια συνεχής υπόμνηση της ενοχής, μνήμη και νοσταλγία, ο χαμένος τόπος της αθωότητας. Η μάνα του Διαλεγμένου είναι πια το κέλυφος του μύθου· έχει απολέσει ακόμη και τον θάνατό της· δεν ελπίζει πια ούτε στην ανάπαυση του τάφου της. Χωρίς σπίτι, χωρίς τάφο, άστεγη και στη ζωή και στον θάνατο, γίνεται πράγμα, βάρος, μια αξία αζήτητη, άχρηστη, επειδή δεν έχει τιμή· ανοικονόμητη· τα ζώπυρά της μετατράπηκαν σε καταναλωτικά αγαθά· έγινε ένα κεφάλαιο που εξαντλήθηκε, ένας μύθος που κηρύχτηκε σε πτώχευση, αφού όμως ο τόπος του στήριξε και ανάστησε τους άλλους. Αυτός όμως ο κενός μύθος είναι ακόμη συναισθηματικά αναγκαίος· χρειάζεται σαν φίρμα, σαν έμβλημα. Όπως κρατούν οι διάδοχοι και οι κληρονόμοι το εμπορικό σήμα του πτωχεύσαντος εμπόρου για να προσελκύσουν την πελατεία του. Ο Μύθος ξόφλησε, ζήτω η Μυθολογία. Ο Διαλεγμένος κατόρθωσε με συνταρακτικό τρόπο, με γλώσσα οικεία, ευθύβολη, καίρια, όχι όμως γραφική, αλλά δυναμικά και θεατρικά δραστική, να διαγράψει τη σύγκρουση ακολουθώντας τον μυθικό κύκλο, το φίδι τρέφεται τρώγοντας την ουρά του. Από τη μια η μάνα-μύθος, που ξεπουλιέται, που ταπεινώνεται για να επιβιώσει, από την άλλη τα παιδιά που καταναλώνουν μύθο επίσης για να επιβιώσουν. Ο Μύθος της άρνησης τρέφεται από τον μύθο. Ο Διαλεγμένος δεν έχει αυταπάτες· είμαστε κανίβαλοι, αλλά κανίβαλοι αισθηματίες!
Η τελετουργία της απομυθοποίησης κυοφορεί ήδη τον καινούργιο μύθο· η μια νύφη με το τέχνασμα της εγκυμοσύνης ελπίζει να νομιμοποιηθεί ως μητέρα- προσεχής μύθος· η άλλη, η άτεκνη, προσδοκά και εύχεται να ανανεώσει το σχήμα. Το έργο του Διαλεγμένου είναι σκληρό, γιατί είναι αληθινό· είναι αληθινό, γιατί είναι αδιέξοδο· είναι αδιέξοδο γιατί είναι ανθρώπινο».
Σήμερα θα έλεγα πως ήταν και είναι έργο προφητικό, αφού τα αδιέξοδα είναι σχεδόν ο κανόνας του νεοελληνικού βίου της εποχής μας και των ημερών που βιώνουμε. Το έργο έχει επανειλημμένα ευτυχήσει στη σκηνή με ερμηνείες και σκηνοθετικές προσεγγίσεις που βρήκαν την αλήθεια του και τους δραματουργικούς αρμούς του.
Εξάλλου ο Διαλεγμένος, πέρα από το συγγραφικό του δαιμόνιο αυτό καθαυτό, είναι ένας σπάνιος ωτακουστής του ρυθμού και του ήθους αλλά και των σημαινουσών σιωπών της καθημερινής μας λαλιάς. Και έχει αποδειχθεί πως οι Έλληνες ηθοποιοί ίσως και εξ ενστίκτου κολυμπούν άνετα μέσα στον γλωσσικό χείμαρρο της μικροαστικής γλωσσόρροιας. Ακόμη και όσοι, για λόγους κατανοητής επαγγελματικής ανάγκης, υπηρετούν τον γλωσσικό σκουπιδοτενεκέ των σίριαλ, όταν βρεθούν μπροστά στην παρτιτούρα του Διαλεγμένου, στα ανεπίδοτα σχήματα, στους λεκτικούς αιφνιδιασμούς, σε ένα λόγο που με μια πρώτη ατάκα παράγει κοινωνικό στίγμα στον χαρακτήρα και καθορίζει με ρητορική αλλά και γλωσσική κρυψίνοια το ασυνείδητο τοπίο που όμως παράγει κίνητρα και ωθεί σε εκρήξεις, βρίσκουν τον εαυτό τους, καταβυθίζονται στη γλωσσική μητρική μνήμη και πιάνουν τον ρόλο από τα μαλλιά.
ΙΝFΟ
«Μάνα, μητέρα, μαμά». στο θέατρο «Βεάκη» (Στουρνάρη 32, Πολυτεχνείο. Τηλ. 210.5223522
Αξέχαστο ποιητικό πλάσμα
Η Ντίνα Κώνστα, η πρώτη διδάξασα στην πρώτη σύντομη παράσταση του έργου, τώρα πλέον και στην οικεία ηλικία φτάνει σε μια υποκριτική ταυτότητα που στο μέλλον δεν θα επιτρέπει παρά αναγκαίες συγκρίσεις με την πρόταση που αξιοποίησε. Ρεαλιστική χωρίς νατούρα και υπονομευτική με την ειρωνεία, δημιουργεί ένα θεατρικό ποιητικό πλάσμα αξέχαστο. Μάθημα. Ο Νινιός είναι ηθοποιός λιτός, άμεσος που σπάνια πέφτει στην ηθογραφική γραφικότητα. Γνήσιος και ανθρώπινος. Ο Πάνος Σκουρολιάκος έχει μανιέρα, αλλά εδώ δεν ενοχλεί διότι ο εμβληματικός Σωτηράκης είναι ένας λαϊκός ρήτορας που φλυαρεί και με τη χειρονομία. Η Ελισάβετ Μουτάφη, αγαθή έκπληξη, έπαιξε την καρτερική νύφη με μέσα εκφραστικής λιτότητας, συγκρατημένη απελπισία και εγκαρτέρηση. Η Βάσω Γουλιελμάκη, στον πολύ απαιτητικό ρόλο μιας κότας μπεμπέκας με διαβολικές υστεροβουλίες ενστικτώδους κτητικού θηλυκού. Θαυμάσια, έστω κι αν εδώ ο σκηνοθέτης αξιοποίησε τη συνήθη μανιέρα της. Κάποιο τέτοιο πρότυπο θα είχε και ο Διαλεγμένος. Τριάντα χρόνια με συχνές παραστάσεις ανάμεσα, το «Μάνα, μητέρα, μαμά» εγκαθίσταται εδραία στον μεταπολεμικό κανόνα της ελληνικής δραματουργίας και όχι ως μνημείο της θεατρικής ιστορίας αλλά ως προσεχής πληροφορία.Καθοδήγησε τις σχέσεις τους
Αυτή την ικανότητά τους αξιοποίησε ο Σωτήρης Χατζάκης στην παράσταση του έργου που παίζεται στο Θέατρο Βεάκη. Άφησε τους πέντε ηθοποιούς της διανομής να βρουν τον δρόμο μέσα από το κείμενο και καθοδήγησε τις μεταξύ τους σχέσεις, απαλύνοντας πιθανές διαφορές ρυθμού και υπερβολών. Είχε στη διάθεσή του το έξοχο σκηνικό του Πάτσα, που επίπλωσε το μικροαστικό καθιστικό με αντικείμενα όχι κιτς αλλά συνήθους γούστου προσφερόμενα από καταστήματα δόσεων. Ο χώρος φωτίστηκε με ρεαλιστική αλήθεια από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο.
//
Πρόσφατα σχόλια