Γιώργου Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά»

  • Μια προσεχής πληροφορία

  • Του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Από την παράσταση «Μάνα, μητέρα, μαμά» που παίζεται στο θέατρο  «Βεάκη» με τους Γιώργο Νινιό, Ελισάβετ Μουτάφη, Ντίνα Κώνστα,  Πάνο Σκουρολιάκο
  • Φέτος είναι 30 χρόνια από τη δεύτερη, αλλά στην ουσία πρώτη παράσταση του έργου του Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά»

Έχει και η κριτική τις ανασφάλειές της, τις αμφιβολίες της. Καθένας, θέλει δεν θέλει, αποβλέπει σε ένα είδος υστεροφημίας, με τη στενή αν επιθυμείτε έννοια, τι όνομα και πόσο κύρος και με πόση διάρκεια θα αντέξει η κρίση του, σε τι και πόσο θα συμβάλει στην ιστορία των ιδεών των οποίων έκρινε και αξιολόγησε στον καιρό του τα πεπραγμένα τους. Όταν π.χ. διαβάζεις σήμερα το δοκίμιο του Ξενόπουλου για τους «Βρικόλακες» τρία χρόνια μετά την πρεμιέρα τους στην Ευρώπη, ή το εξαίσιο δοκίμιο του Βιζυηνού για τον Ίψεν ζηλεύεις όπως και για την κριτική, εν μέσω εχθρικού στρατοπέδου του αθηναϊκού Παλαμισμού, καθιέρωση με καίριες, ισχύουσες έως σήμερα εκτιμήσεις του Ξενόπουλου για τον Καβάφη (1909).

Φέτος είναι 30 χρόνια από τη δεύτερη, αλλά στην ουσία πρώτη παράσταση του έργου του Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά». Και άλλοτε έχω διατυπώσει την άποψη πως ένας κριτικός και το κύρος του δεν κερδίζεται με το να επαναλάβει ή να προσθέσει ή να διασαφηνίσει κάτι πάνω στη δραματουργία που έχει κερδίσει το στοίχημα του χρόνου. Τι, δηλαδή, άλλο μπορείς να πεις, εκτός αν είσαι ανατρεπτική μεγαλοφυΐα, για τον Αισχύλο, τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Ίψεν, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλο, τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, τον Πίντερ;

Όταν όμως μόνος και αβοήθητος οφείλεις να διατυπώσεις γνώμη, χωρίς βιβλιοθήκη και πατερίτσες άλλων, για ένα νέον Έλληνα συγγραφέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά και έχεις την υποχρέωση να τον αξιολογήσεις την επόμενη μέρα και έτσι να εκτεθείς γραπτώς, άρα διαχρονικά και να αναλάβεις την ευθύνη της κρίσης σου, θετική ή αρνητική, και όταν διαπιστώνεις ύστερα από 20-30 χρόνια ότι είχες δίκιο, δεν έσφαλες, λειτούργησαν καλά τα αισθητικά και ιστορικά σου αντανακλαστικά, αισθάνεσαι όχι, προς Θεού, έπαρση αλλά ανακούφιση, φεύγει ο βραχνάς της αμφιβολίας. Έγραφα λοιπόν το 1980 για την πρώτη ουσιαστικά παράσταση του έργου του Διαλεγμένου:

«Ο Διαλεγμένος διάλεξε να δραματοποιήσει μια κατάσταση αιχμής· τη μάνα στο μεταίχμιο· βλέπει τη μάνα ως φορτίο και ως φόρτιση· ως συναισθηματικό μύθο και ως λογική αναίρεση του μύθου. Αποκομμένη από το οικείο περιβάλλον της, από το τοπίο των αναμνήσεων, στον ουδέτερο τώρα χώρο, τον ανοίκειο, της ανάγκης, γίνεται περιττή, επειδή είναι άρριζη. Από την άλλη είναι μια συνεχής υπόμνηση της ενοχής, μνήμη και νοσταλγία, ο χαμένος τόπος της αθωότητας. Η μάνα του Διαλεγμένου είναι πια το κέλυφος του μύθου· έχει απολέσει ακόμη και τον θάνατό της· δεν ελπίζει πια ούτε στην ανάπαυση του τάφου της. Χωρίς σπίτι, χωρίς τάφο, άστεγη και στη ζωή και στον θάνατο, γίνεται πράγμα, βάρος, μια αξία αζήτητη, άχρηστη, επειδή δεν έχει τιμή· ανοικονόμητη· τα ζώπυρά της μετατράπηκαν σε καταναλωτικά αγαθά· έγινε ένα κεφάλαιο που εξαντλήθηκε, ένας μύθος που κηρύχτηκε σε πτώχευση, αφού όμως ο τόπος του στήριξε και ανάστησε τους άλλους. Αυτός όμως ο κενός μύθος είναι ακόμη συναισθηματικά αναγκαίος· χρειάζεται σαν φίρμα, σαν έμβλημα. Όπως κρατούν οι διάδοχοι και οι κληρονόμοι το εμπορικό σήμα του πτωχεύσαντος εμπόρου για να προσελκύσουν την πελατεία του. Ο Μύθος ξόφλησε, ζήτω η Μυθολογία. Ο Διαλεγμένος κατόρθωσε με συνταρακτικό τρόπο, με γλώσσα οικεία, ευθύβολη, καίρια, όχι όμως γραφική, αλλά δυναμικά και θεατρικά δραστική, να διαγράψει τη σύγκρουση ακολουθώντας τον μυθικό κύκλο, το φίδι τρέφεται τρώγοντας την ουρά του. Από τη μια η μάνα-μύθος, που ξεπουλιέται, που ταπεινώνεται για να επιβιώσει, από την άλλη τα παιδιά που καταναλώνουν μύθο επίσης για να επιβιώσουν. Ο Μύθος της άρνησης τρέφεται από τον μύθο. Ο Διαλεγμένος δεν έχει αυταπάτες· είμαστε κανίβαλοι, αλλά κανίβαλοι αισθηματίες!

Η τελετουργία της απομυθοποίησης κυοφορεί ήδη τον καινούργιο μύθο· η μια νύφη με το τέχνασμα της εγκυμοσύνης ελπίζει να νομιμοποιηθεί ως μητέρα- προσεχής μύθος· η άλλη, η άτεκνη, προσδοκά και εύχεται να ανανεώσει το σχήμα. Το έργο του Διαλεγμένου είναι σκληρό, γιατί είναι αληθινό· είναι αληθινό, γιατί είναι αδιέξοδο· είναι αδιέξοδο γιατί είναι ανθρώπινο».

Σήμερα θα έλεγα πως ήταν και είναι έργο προφητικό, αφού τα αδιέξοδα είναι σχεδόν ο κανόνας του νεοελληνικού βίου της εποχής μας και των ημερών που βιώνουμε. Το έργο έχει επανειλημμένα ευτυχήσει στη σκηνή με ερμηνείες και σκηνοθετικές προσεγγίσεις που βρήκαν την αλήθεια του και τους δραματουργικούς αρμούς του.

Εξάλλου ο Διαλεγμένος, πέρα από το συγγραφικό του δαιμόνιο αυτό καθαυτό, είναι ένας σπάνιος ωτακουστής του ρυθμού και του ήθους αλλά και των σημαινουσών σιωπών της καθημερινής μας λαλιάς. Και έχει αποδειχθεί πως οι Έλληνες ηθοποιοί ίσως και εξ ενστίκτου κολυμπούν άνετα μέσα στον γλωσσικό χείμαρρο της μικροαστικής γλωσσόρροιας. Ακόμη και όσοι, για λόγους κατανοητής επαγγελματικής ανάγκης, υπηρετούν τον γλωσσικό σκουπιδοτενεκέ των σίριαλ, όταν βρεθούν μπροστά στην παρτιτούρα του Διαλεγμένου, στα ανεπίδοτα σχήματα, στους λεκτικούς αιφνιδιασμούς, σε ένα λόγο που με μια πρώτη ατάκα παράγει κοινωνικό στίγμα στον χαρακτήρα και καθορίζει με ρητορική αλλά και γλωσσική κρυψίνοια το ασυνείδητο τοπίο που όμως παράγει κίνητρα και ωθεί σε εκρήξεις, βρίσκουν τον εαυτό τους, καταβυθίζονται στη γλωσσική μητρική μνήμη και πιάνουν τον ρόλο από τα μαλλιά.

ΙΝFΟ

«Μάνα, μητέρα, μαμά». στο θέατρο «Βεάκη» (Στουρνάρη 32, Πολυτεχνείο. Τηλ. 210.5223522

Αξέχαστο ποιητικό πλάσμα

Η Ντίνα Κώνστα, η πρώτη διδάξασα στην πρώτη σύντομη παράσταση του έργου, τώρα πλέον και στην οικεία ηλικία φτάνει σε μια υποκριτική ταυτότητα που στο μέλλον δεν θα επιτρέπει παρά αναγκαίες συγκρίσεις με την πρόταση που αξιοποίησε. Ρεαλιστική χωρίς νατούρα και υπονομευτική με την ειρωνεία, δημιουργεί ένα θεατρικό ποιητικό πλάσμα αξέχαστο. Μάθημα. Ο Νινιός είναι ηθοποιός λιτός, άμεσος που σπάνια πέφτει στην ηθογραφική γραφικότητα. Γνήσιος και ανθρώπινος. Ο Πάνος Σκουρολιάκος έχει μανιέρα, αλλά εδώ δεν ενοχλεί διότι ο εμβληματικός Σωτηράκης είναι ένας λαϊκός ρήτορας που φλυαρεί και με τη χειρονομία. Η Ελισάβετ Μουτάφη, αγαθή έκπληξη, έπαιξε την καρτερική νύφη με μέσα εκφραστικής λιτότητας, συγκρατημένη απελπισία και εγκαρτέρηση. Η Βάσω Γουλιελμάκη, στον πολύ απαιτητικό ρόλο μιας κότας μπεμπέκας με διαβολικές υστεροβουλίες ενστικτώδους κτητικού θηλυκού. Θαυμάσια, έστω κι αν εδώ ο σκηνοθέτης αξιοποίησε τη συνήθη μανιέρα της. Κάποιο τέτοιο πρότυπο θα είχε και ο Διαλεγμένος. Τριάντα χρόνια με συχνές παραστάσεις ανάμεσα, το «Μάνα, μητέρα, μαμά» εγκαθίσταται εδραία στον μεταπολεμικό κανόνα της ελληνικής δραματουργίας και όχι ως μνημείο της θεατρικής ιστορίας αλλά ως προσεχής πληροφορία.

Καθοδήγησε τις σχέσεις τους

Αυτή την ικανότητά τους αξιοποίησε ο Σωτήρης Χατζάκης στην παράσταση του έργου που παίζεται στο Θέατρο Βεάκη. Άφησε τους πέντε ηθοποιούς της διανομής να βρουν τον δρόμο μέσα από το κείμενο και καθοδήγησε τις μεταξύ τους σχέσεις, απαλύνοντας πιθανές διαφορές ρυθμού και υπερβολών. Είχε στη διάθεσή του το έξοχο σκηνικό του Πάτσα, που επίπλωσε το μικροαστικό καθιστικό με αντικείμενα όχι κιτς αλλά συνήθους γούστου προσφερόμενα από καταστήματα δόσεων. Ο χώρος φωτίστηκε με ρεαλιστική αλήθεια από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο.

//

Ματιά στο σύγχρονο ελληνικό έργο

«ΜΑΝΑ, ΜΗΤΕΡΑ, ΜΑΜΑ» / ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΑΚΗ / ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΝΙΟΣ, ΠΑΝΟΣ ΣΚΟΡΟΛΙΑΚΟΣ, ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΑΦΗ, ΒΑΣΩ ΓΟΥΛΙΕΛΜΑΚΗ, ΝΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑ

  • Του Λέανδρου ΠΟΛΕΝΑΚΗ, Η ΑΥΓΗ: 03/01/2010

  • «Μάνα Μητέρα Μαμά» του Διαλεγμένου και μια κωμωδία της Βίλης Σωτηροπούλου

Σχολιάζοντας κατά καιρούς με διάφορες ευκαιρίες, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, το θέατρο του Γιώργου Διαλεγμένου, υποστήριζα πάντα μια θέση που δεν έχω αλλάξει από τότε: ότι η πρώτη του ύλη είναι ατόφια τραγική. Ο Διαλεγμένος ερευνά στα έργα του τη διαπλοκή της τύχης με τη μοίρα, προσθέτοντας πάντα σε αυτές τις δύο δυνάμεις που ορίζουν τη ζωή μας μια διάσταση ηθική. Δεν υπάρχουμε τυχαία ριγμένοι, έτσι, στον κόσμο, ούτε όμως η μοίρα μας είναι αναπότρεπτη, άνωθεν δοσμένη. Είμαστε ελεύθεροι να πράξουμε το ένα ή το άλλο, αλλά έχουμε πάντα την πλήρη ευθύνη της επιλογής μας. Σε όλα τα έργα του διακηρύσσει αυτή την αρχή, με κάθε ευκαιρία, μετατρέποντάς τη σε ελατήριο της δραματουργίας του.

Μόνιμος, συλλογικός πρωταγωνιστής των έργων του είναι ο ίδιος πάντα «θίασος σκιών» της νεοελληνικής οικογένειας, που σπαράζεται από τα ίδια αρχέγονα «οικεία κακά». Στο πρώτο του έργο, το «Χάσαμε τη θεία στοπ», βλέπουμε τον συγγραφέα να ψηλαφεί διερευνητικά το θέμα του οργανώνοντας το υλικό πριν θίξει καίρια ένα από τα θεμελιακά προβλήματα του νεοελληνικού μας βίου, που είναι η διαταραγμένη, τραυματική σχέση μάνας – παιδιού, όταν η μάνα νιώθει να κλονίζεται μέσα της η πίστη στην αποστολή της, ένα γεγονός που εκδηλώνεται με απόρριψη ή με υπερπροστασία. Στο επόμενο έργο του ο Διαλεγμένος τολμά να θέσει το χέρι του «επί τον τύπον των ήλων» ψαύοντας την πληγή και η μετωνυμική θεία… προβιβάζεται σε Μάνα Μητέρα Μαμά. Τώρα ο συγγραφικός στόχος προβάλλει καθαρά μέσα από το τυραννισμένο πρόσωπο της τυραννικής μητρός αμήτορος: μιας τρομερής δεσπόζουσας θεάς – μητέρας καθηλωμένης στο αναπηρικό καροτσάκι, ασάλευτης σαν σε πέτρινο βόθρο, που παγιδεύει όλους τους γύρω της σε μια ακινησία θανάτου. Το έργο είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των αμφιθυμικών αισθημάτων (αγάπη – μίσος, απέχθεια – λατρεία) που γεννά στα τέκνα του το κυρίαρχο μητρικό εικονοείδωλο, μαζί με το αναπόσπαστο αίσθημα ενοχής που τα συνοδεύει, χτίζοντας ολοένα νέες δομές εξουσίας, καθώς επιστρέφει αδιέξοδο στον εαυτό του. Το θέατρο του Διαλεγμένου, διαλεγόμενο με το τραγικό, μπορεί να συμβάλει με αυτόν τον τρόπο στη διερεύνηση της νεοελληνικής ταυτότητας φωτίζοντας τα σκοτεινά σημεία και διαλύοντας με τον πικρό σαρκασμό του μύθους αιώνων, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ανάλογες κοινωνιολογικές μελέτες.

Η παράσταση στο θέατρο «Βεάκη», σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη, βλέπει καθαρά το μοιραίο στοιχείο που ελλοχεύει στην καθημερινότητα των λαϊκών ηρώων πίσω από την ψευδή τους μικρο-αστικοποίηση (η καρδιά του προβλήματος) και προσπαθεί να το ανασύρει μέσα από την κανονικότητα της «ρεαλιστικής» γραφής τους. Τέμνοντας «λοξά» τα πρόσωπα με πλάγιους φωτισμούς (Αντώνης Παναγιωτόπουλος) με μουσικές κλίμακες ενός πειραγμένου, επίτηδες παράταιρου «trance» ακούσματος που ξενίζει γόνιμα (μουσική επιμέλεια Στέφανου Τορτόπογλου), με τα έξοχα μικροαστικά σκηνικά – κοστούμια του Πάτσα και με έναν σκόπιμα ελαφρά «νοθευμένο» ιθαγενή υποκριτικό κώδικα, κατορθώνει να ξεπεράσει το πρώιμο στάδιο του «ψυχολογισμού» και της ηθογραφίας που είναι, μπορούμε να πούμε, οι «παιδικές ασθένειες» του θεάτρου μας, και να φθάσει στην ίδια τη ζάλη της λαϊκής ψυχής που δημιουργείται από το κρίσιμο «οιδιπόδειο» ερώτημα: «καλύτερα να γεννιέται κάποιος ή να μη γεννιέται;». Το ίδιο ακριβώς ερώτημα διατυπώνει ο βασανισμένος λαός στα τραγούδια του συγκλονιστικά, με τέσσερις μόνο λέξεις που περικλείουν την τραγικότητα του υπάρχειν: «μάνα γιατί με γέννησες;». Η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη φτιάχνει από το έργο του Διαλεγμένου μια αυθεντική σύγχρονη λαϊκή ιλαρή τραγωδία.

Όλοι οι ηθοποιοί μετέχουν με ψυχή στο εγχείρημα. Ο Πάνος Σκουρολιάκος δίνει έξοχα, στην κόψη κωμικού και δραματικού, τον ανήσυχο, αεικίνητο «Σωτηράκη», ο Γιώργος Νινιός, με κύρος, τον ράθυμο, αργό «Μεμά», η Ντίνα Κώνστα υψώνει σε σύμβολο την κυριαρχική μάνα, η Ελισάβετ Μουτάφη, αθόρυβα, παίρνει τη μορφή της δοτικής «Βαρβάρας» και η Βάσω Γουλιελμάκη χρωματίζει αδρά με πινελιές τη ζόρικη «Μπέμπα».

Στο «Θέατρο του Ήλιου» δίνεται μια καλογραμμένη, διασκεδαστική κωμωδία της Βίλλυς Σωτηροπούλου, με τον τίτλο «Κάθε Δευτέρα χωρίζουμε;». Κεφάτη σάτιρα της σύγχρονης ζωής μας, επικεντρωμένη στα ερωτικά μας ήθη και έθιμα. Το έργο καταπιάνεται με τα καμώματα της ονομαζόμενης «μέσης προς ανώτερης τάξης» και πιο ειδικά με το διανοούμενο τμήμα της, μάλιστα με το κομμάτι που ασχολείται με το θέατρο, με τους νέους ηθοποιούς που πελαγοδρομούν… μέσα στο θολό τοπίο της δύσκολης θεατρικής συντεχνίας. Διαθέτει επίσης το προσόν να λέει κάποιες πικρές αλήθειες. Σκηνοθετήθηκε από τον Γιώργο Μιχαηλίδη, ο οποίος του δίνει τρομερούς, ιλιγγιώδεις ρυθμούς, απογειώνοντάς το. Διαθέτει, τέλος, θαυμάσιους ηθοποιούς, διδαγμένους άριστα. Η Ντίνα Μιχαηλίδη έξοχη, αποκαλύπτει ένα σπάνιο κωμικό δυναμικό πρώτης τάξεως. Η Ελένη Καλλία, μια τέτεια περσόνα «κυρίας», άψογη σκηνικά. Η Κατερίνα Μπιλάλη ένα «διαμαντάκι», η Θάλεια Προκοπίου επιβεβαιώνει το ταλέντο της και η συγγραφέας, Βίλη Σωτηροπούλου, σε έναν απροσδόκητο ρόλο. Τα πανέμορφα σκηνικά της Αγνής Ντούτση, ωραία μουσική του Στάθη Δρογώση, ήχος και φως του Αντώνη Μιχαηλίδη.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ: Σονέτα ΚΑΙ Γιώργος Διαλεγμένος: Λόγω Φάτσας

  • «Πρωτοπορία» και σταθερές αξίες
  • Ο Λ. Γιοβανίδης δεν τόλμησε στα σαιξπηρικά σονέτα – Αντεξε στον χρόνο ο Γ. Διαλεγμένος
  • Ουίλιαμ Σαίξπηρ:  Σονέτα. Σκην.: Λ. Γιοβανίδης. Θέατρο Κέντρο Λόγου και Τέχνης 104
  • Γιώργος Διαλεγμένος: Λόγω Φάτσας. Σκην.: Δ. Κομνηνός. Θέατρο Βικτώρια

– Μήπως έτυχε να πάτε να δείτε τα Σονέτα του Σαίξπηρ στη σκηνοθεσία του Μπομπ Ουίλσον στο… Μπερλίνερ Ανσάμπλ του Βερολίνου; Οχι; Κακώς, πολύ κακώς, αν ενδιαφέρεστε είτε για σαιξπηρικά έργα εν γένει είτε για μετα-μετα-μοντέρνες σκηνοθεσίες του τύπου Ουίλσον ή στην περίπτωση που είσαστε λάτρεις της θεατρικής πρωτοπορίας.

– Σίγουρα θ’ αστειεύεστε! Πώς να πάω έτσι εύκολα στο Βερολίνο για μία και μόνο παράσταση;

– Ναι, αλλά πήγατε ή θα πάτε να δείτε τα Σονέτα στη σύνθεση και σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη.

– Ασφαλώς! Αλλά δεν είμαι και τόσο φανατικός –ή πλούσιος– για να πετάγομαι έτσι μέχρι το Βερολίνο για να κάνω τις συγκρίσεις. Κι ας ξέρω κι ας θαυμάζω τη δουλειά του Μπoμπ Ουίλσον που είδαμε κι εδώ στην Ελλάδα.

– Πείτε μου, χρησιμοποιείτε Ιντερνετ;

– Ολοένα και περισσότερο. Να μόλις έκλεισα και κάτι ξενοδοχεία για το καλοκαίρι.

– Λοιπόν, σας πληροφορώ ότι ούτε κι εγώ είδα την παράσταση των Σονέτων στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Να τι έγινε: μπήκα απλούστατα στο YouTube και στην ιστοσελίδα της Deutsche Welle και πήρα μια πολύ σαφή εικόνα. Εκεί βρίσκει κανείς τα πάντα. Φανταστικό, ε; Βάζοντας σ’ εφαρμογή την πασίγνωστη πλέον στυλιζαρισμένη εικαστική τεχνική του, και χρησιμοποιώντας έναν νέο ποπ συνθέτη –τον Ρ. Γουέινραϊτ– και παίζοντας διαρκώς με τα φύλα –αρσενικό – θηλυκό– ο Τεξανός Μπ. Ουίλσον πήρε 24 σονέτα κι έκανε μία δίωρη παράσταση όπου δύσκολα μπορείς να βαρεθείς.

– Μήπως αυτό είναι μπηχτή για τα 60 λεπτά που διαρκεί η παράσταση του Γιοβανίδη;

– Ακριβώς. Σ’ αυτήν την δική μας παράσταση τη στημένη πάνω σε συμβατικούς θεατρικούς κώδικες, εκτός από τις ικανοποιητικές μελιστάλαχτες απαγγελίες των δύο ηθοποιών –του Μάνου Καρατζογιάννη και της Μαρίας Κίτσου– που υποδύονται το ζευγάρι των νεαρών εραστών, δεν υπάρχει τίποτα να σε ξαφνιάσει, να σου βάλει ψύλλους στ’ αυτιά. Γιατί για τα συγκεκριμένα σονέτα ερίζουν εδώ και 400 χρόνια λόγιοι και μελετητές ως προς το γένος των πρωταγωνιστών. Η ενδεχόμενη ομοφυλοφιλική διάθεση μέσα τους παραμένει πάντα ένα μυστήριο. Εδώ ο –καλός– μεταφραστής Διονύσης Καψάλης αναφέρει σ’ ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα μόνο κάτι υπαινικτικά περί «υποψιασμένων (από πολλές απόψεις) ποιημάτων της ερωτικής παιδείας» αναφέροντας ταυτοχρόνως ότι σεβάστηκε και «τη φυλετική απροσδιοριστία του πρωτοτύπου». Στο Βερολίνο, ο Μπομπ Ουίλσον δεν μάσησε τα λόγια του, αποτολμώντας ένα είδος τολμηρών drag μεταμορφώσεων, πράγμα πολύ πιο κοντά στο μυστήριο των σονέτων του Σαίξπηρ.

Ομως, για να ξαναγυρίσουμε στα εγχώρια σονέτα. Στην εποχή των γρήγορων ιντερνετικών διασυνδέσεων, στους σύγχρονους καιρούς της παγκοσμιοποίησης της πληροφόρησης δεν θα ’πρεπε ένας νέος, ένας 30χρονος Ελληνας σκηνοθέτης να ενημερώνεται για τη δραστηριότητα ενός 69χρονου πρωτοπόρου συναδέλφου του, κι ενδεχομένως –ναι, γιατί όχι;– να αφομοιώνει ακόμα και κάποια στοιχεία που θα τον πηγαίνουν πιο κοντά στην ουσία των σονέτων; Δυστυχώς, τα σονέτα του Λ. Γιοβανίδη δεν απογειώθηκαν από τη στέρεα γη της κλασικής παραδοσιακής ποίησης ως ώφειλαν. Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: το θεατρικό θέαμα ασφαλώς και δεν είναι υποχρεωμένο να ιδρωκοπά αγχωμένο κυνηγώντας την όποια πρωτοπορία. Ομως, οφείλει να ξεφεύγει από τα εγκεφαλικά δεσμά του.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το «Λόγω Φάτσας», ένα παλαιότερο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, ένα μικρό εγχώριο διαμαντάκι που παρουσίασε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας. Εργο συμβατικό (μία παλιά μικροντίβα των μπουλουκιών, η οποία ζει με την αδελφή της εμπλέκεται στην περιπέτεια να πρωταγωνιστήσει σε μια πανηλίθια τηλεοπτική διαφήμιση) παρουσιασμένο σε μια ρεαλιστική σκηνοθεσία (Δημήτρης Κομνηνός). Εργο πικρό –όσο και μερικά από τα σονέτα με την dark lady– με χαρακτήρες αναγνωρίσιμους, οικείους και καθημερινούς. Εργο –και παράσταση– δίχως καμία πρωτοποριακή αξίωση, το οποίο ακριβώς για τέτοιου είδους αξίες μπορεί ν’ αντέξει με άνεση στο χρόνο. Με ηθοποιούς που ασφαλώς και δεν λάμπουν εκτυφλωτικά (τους Ελεάνα Απέργη, Αννα Πολυτίμου, Γιάννη Καταλτζόπουλο, Λεωνίδα Γιαννακόπουλο, Μανώλη Δεστούνη και Χαρά Τσιώλη) αλλά υποστηρίζουν με γενναία δόση υπερβολής τους ρόλους τους, το έργο όχι απλώς στέκει γερά στα πόδια του αλλά προσφέρει και βαθυστόχαστο υλικό σ’ όποιον θελήσει να το ψάξει κάτω από την επιφάνειά του.

Βρισκόμαστε στην εποχή όπου το φιλοθεάμον κοινό, λόγω Φεστιβάλ Αθηνών, καλείται να περιδρομιάσει με αρκετή θεατρική πρωτοπορία. Ομως, μόνο και μόνο «Λόγω Φάτσας» μετα-νεορεαλιστικές παραστάσεις του τύπου «Διαλεγμένου» θεωρούνται –φευ!– από ορισμένους πολιτιστικούς ταγούς αντιφεστιβαλικά υπο-προϊόντα, ανάξια να φιλοξενηθούν σε «Σχολεία» και οπουδήποτε αλλού στην Οδό Πειραιώς. Θα έρθει όμως και αυτών η ώρα…